πισώπλατα

From LSJ

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the titlefree' is worth everything

Source

Greek Monolingual

Ν
επίρρ.
1. στην πλάτη, πίσω από την πλάτη
2. στα νώτα
3. μτφ. δόλια, ύπουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσω + πλάτη + επιρρμ. κατάλ. -α].