πλάνισμα
From LSJ
ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far
Greek Monolingual
και πλάνιασμα, το, Ν πλανίζω
τεχνολ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πλανίζω, η κατεργασία μεταλλικών ή ξύλινων επιφανειών με την πλάνη.