πλαγχθῆναι

From LSJ

Ὀργὴ δὲ πολλὰ δρᾶν ἀναγκάζει κακά → Ad prava saepe impellit iracundia → Es zwingt der Zorn dazu, viel Hässliches zu tun

Menander, Monostichoi, 429

Greek (Liddell-Scott)

πλαγχθῆναι: -θείς, ἴδε πλάζω.

Greek Monotonic

πλαγχθῆναι: απαρ. Παθ. αορ. αʹ του πλάζω.