ποικιλόθερμος

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. (για ζώα) αυτός του οποίου η θερμοκρασία μεταβάλλεται ανάλογα με τις μεταβολές του περιβάλλοντος στο οποίο βρίσκεται
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ποικιλόθερμα
βιολ. όρος που αναφέρεται σε όλα τα ασπόνδυλα και στα κατώτερα σπονδυλόζωα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. poikilotherm (< ποικίλος + θερμός)].