πολεμοτρόφος

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που υποθάλπει τον πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος, + -τρόφος (< τρέφω)].