μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years
το, Νκρεμαστό πολύφωτο που αποτελείται από πολλά κεριά, πολυέλαιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κηρίο(ν)].