πολυκήριο

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source

Greek Monolingual

το, Ν
κρεμαστό πολύφωτο που αποτελείται από πολλά κεριά, πολυέλαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κηρίο(ν)].