ποντικοφάρμακο
From LSJ
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
Greek Monolingual
το, Ν
δηλητήριο για εξολόθρευση ποντικών.
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
το, Ν
δηλητήριο για εξολόθρευση ποντικών.