πορφυρίδα

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. η δερματική νόσος πορφύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + επίθημα -ίδα].