προαναγγέλλω

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek Monolingual

ΝΜΑ ἀναγγέλλω
δίνω είδηση για κάτι εκ τών προτέρων, αναγγέλλω εκ τών προτέρων, προειδοποιώ.