προστυχάνθρωπος

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66

Greek Monolingual

ο, Ν
πρόστυχος άνθρωπος, προστυχόμουτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόστυχος + άνθρωπος].