πτεροκαρύα

From LSJ
Pindar, Pythian, 8.95f.

Greek Monolingual

η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια γιουγκλανδίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pterocarya (< πτερό + καρύα / κάρυον)].