ροπαλόκερα
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
Greek Monolingual
τα, Ν
ζωολ. υποδιαίρεση τών λεπιδόπτερων εντόμων που έχουν το άκρο τών κεραιών τους διογκωμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhopalocera (< ρόπαλο + κέρας)].