ρούμεξ

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source

Greek Monolingual

και ρούμιξ, ο, Ν
βοτ.
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων ποωδών φυτών που ανήκει στην οικογένεια πολυγονίδες της τάξης πολυγονώδη, με 150 περίπου είδη, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν 18 αυτοφυή, κοινώς γνωστά ως λάπαθα, ξινήθρες, ξινολάπατα κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. rumex < λατ. rumex «είδος φυτού»].