σέπαλο

From LSJ

Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick

Menander, Monostichoi, 280

Greek Monolingual

το, Ν
βοτ. καθένα από τα τμήματα του κάλυκα του άνθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sepale από συμφυρμό τών separer «χωρίζω» + petale (< πέταλο)].