σίδα

From LSJ

αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαι → fruitful plants show it straightaway

Source

Greek Monolingual

ἡ, Α
(βοιωτ. τ.) βλ. σίδη.