σκότα

From LSJ

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ναυτ. σχοινί με το οποίο τεντώνονται τα πανιά ιστιοφόρου πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scotta < φραγκ. skota].