διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
σπέλληξι: «σπελέθοις» Ἡσύχ.
Α(κατά τον Ησύχ.) «σπελέθοις».[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σπέλεθος.