σπαταγγίζειν
From LSJ
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
σπαταγγίζειν: «ταράσσειν» Ἡσύχ.
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ταράσσειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπατάγγης. Η σημ. του ρ. δικαιολογείται πιθ. από τα αγκάθια του αχινού].