σταχυολογώ
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
Greek Monolingual
σταχυολογῶ, σταχυολογέω, ΝΜΑ, και σταχολογώ Ν
μαζεύω στάχια
νεοελλ.
επιλέγω χαρακτηριστικά στοιχεία και αποσπάσματα από ένα ή περισσότερα κείμενα, ερανίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, -υος + -λογώ].