συμπόρευση

From LSJ

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source

Greek Monolingual

συμπόρευσις, -εύσεως, ἡ, ΝΜ συμπορεύομαι
το να ακολουθεί κανείς την ίδια πορεία, να συμπορεύεται με άλλον.