συνεννοούμαι

From LSJ

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369

Greek Monolingual

-έομαι, Μ εὐνοῶ
δείχνω εύνοια σε κάποιον.
Ν
βλ. συνεννοώ.