τεΐδες
From LSJ
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
Greek Monolingual
οι, Ν
βοτ. οικογένεια αειθαλών φυτών με τυπικό γένος την τεΐα, στο οποίο ανήκει το τεϊόδενδρο.