τεμπέλικος

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν τεμπέλης
αυτός που προσιδιάζει σε τεμπέλη (α. «τεμπέλικο γατί» β. «τεμπέλικη ζωή»).