τραχηλίτιδα

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. φλεγμονή του τραχήλου της μήτρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κατάλ. -ίτιδα].