τυφογενής

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source

Greek Monolingual

-ές, Ν
αυτός που προκαλεί τυφοειδή νόσο, τυφογόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύφος + -γενής (< γένος)].