υπεκκλέπτω

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source

Greek Monolingual

Α
κλέβω κρυφά και αθόρυβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκκλέπτω «κλέβω κρυφά»].