υπερώδυνος

From LSJ

εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
πάρα πολύ οδυνηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -ώδυνος (< ὀδύνη), πρβλ. ἐπ-ώδυνος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].