φανοποιός

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek Monolingual

ο, Ν
ο φαναρ(ι)τζής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φανός (Ι) «πυρσός» + -ποιός. Η λ. μαρτυρείται στον Πρυτανικό Λόγο του 1865].