φιλτράρω

From LSJ

Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst

Menander, Monostichoi, 475

Greek Monolingual

Ν
περνώ από φίλτρο, διυλίζω, διηθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. filtrare < filtro (βλ. λ. φίλτρο [ΙΙ])].