φοροεισπράκτορας

From LSJ

τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
εισπράκτορας αρμόδιος να εισπράττει δημόσιους φόρους ή δημοτικά τέλη.