Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
-ία, -ον, Α(αιολ. και δωρ. τ.) βλ. χαλκοῦς.