χαμαιλεοντίδες
From LSJ
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
Greek Monolingual
οι, Ν
ζωολ. οικογένεια σαυροειδών ερπετών, η οποία περιλαμβάνει τους χαμαιλέοντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chamaeleontidae < χαμαιλέων.