ψιλικό

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329

Greek Monolingual

το, Ν
1. χρήμα μικρής αξίας
2. στον πληθ. τα ψιλικά
είδη μικρεμπορίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του αρχ. ψιλικός].