ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται → be drawn away and expanded
η, Νη ρολογοθήκη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ωρολόγιο + θήκη. Ο λόγιος τ. ὡρολογοθήκαι μαρτυρείται από το 1882 στον Em. Legrand].