ἀβρόντητος

From LSJ

ὀδύνη λάζεται τὸν ἐγκέφαλον → pain seizes the brain, pain attacks the head

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀβρόντητος: ὁ μὴ ἐμβρόντητοςἔκπληκτοςπαράφρων. Ἀμφιλ. σ. 7.

Spanish (DGE)

-ον
prob. loco, desquiciado del diablo ὁ δυσμενὴς καὶ ἀβρόντητος Amph.Or.1.127.