ἀγέρομαι
From LSJ
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
Greek (Liddell-Scott)
ἀγέρομαι: μεταγεν. ποιητ. τύπος τοῦ ἀγείρομαι (ὃ ἴδε) Ἀπολλ. Ῥόδ. 3. 895.
Spanish (DGE)
• Morfología: Hom. sólo inf. ἀγέρεσθαι Od.2.385 (pero cf. ἀγέροντο s.u. ἀγείρω), para temas distintos del de pres. v. ἀγείρω
reunirse, juntarse, agruparse, de pers. ἑσπερίους δ' ἐπὶ νῆα θοὴν ἀγέρεσθαι ἀνώγει Od.l.c., γυναικῶν ... αἳ ... ἐπημάτιαι ἀγέρονται A.R.3.895
•de peces ἄλλοι δὲ περί πρώρην ἀγέρονται Opp.H.1.192, cf. 3.378.