ἀδιαπτώτως
From LSJ
Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan
Russian (Dvoretsky)
ἀδιαπτώτως:
1 безошибочно (τὰ γινόμενα προλέγειν Plut.);
2 безусловно, неукоснительно (παραγενέσθαι Polyb.).