ἀκύλητος

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀκύλητος: -ον, ὁ μὴ μεμιγμένος, ὁ μὴ «ἀνακατωμένος», Ἀπόσπ. Ἡρακλ. σ. 225. Scott.