ἀμφισβητήσιμον

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source

Russian (Dvoretsky)

ἀμφισβητήσιμον: τό спорный вопрос, предмет разногласия Isocr., Arst.: ἐν ἀμφισβητησίμω εἶναι Dem. быть спорным.