ἀναγκαστικῶς

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524

Russian (Dvoretsky)

ἀναγκαστικῶς: принудительным образом, неодолимо (εἰς συγκατάθεσιν εἴκομεν Sext.).