ἀπαρασκευάστως

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

Russian (Dvoretsky)

ἀπαρασκευάστως: без подготовки (πολεμῆσαι Arst.).

Spanish

improvisadamente, sin preparación