ἀσυναγωγός

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Spanish (DGE)

-όν
desligado, falto de relación ζωὴ ἀσυναγωγός op. συνδετική Procl.in Ti.2.267.5.