ἀφέφημα
From LSJ
Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck
Spanish (DGE)
-ματος, τό
decocción τῷ ἀπὸ τῆς μυρσίνης καὶ δάφνης ἀφεψήματι Hp.Mul.1.57, cf. Nat.Mul.105, τῶν φακῶν Dieuch.18.8, Dsc.2.107, μήλων κυδωνίων ἀ. Lyc.Med.262, εἰ δὲ τὸ ἀφέψημα κεράσας οἴνῳ πίνοις Ruf. en Orib.7.26.67, τὸ τῶν ἰσχάδων ἀ. Gal.13.9
•infusión δίδοται δὲ αὐτοῖς ... τοῦ ἀφεψήματος τῶν φύλλων πιεῖν Gp.12.17.14.