μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης → little love commerce, little divertisements with Aphrodite
ἁβός: Δωρ. αντί ἡβός.
ἁβός: v. l. ἇβος 3 дор. Theocr. = ἡβός.