ἁβός

From LSJ

μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης → little love commerce, little divertisements with Aphrodite

Source

Greek Monotonic

ἁβός: Δωρ. αντί ἡβός.

Russian (Dvoretsky)

ἁβός: v. l. ἇβος 3 дор. Theocr. = ἡβός.