ἁπάλωσις
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
ἁπάλωσις: -εως, ἡ, ἡ μαλάκυνσις, Ἀθανάσ. τ. 2. σ. 62C.
-εως, ἡ suavidad de la tierra cultivada, Ath.Al.M.28.148B.