ἄλφοιμι

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source

Russian (Dvoretsky)

ἄλφοιμι: эп. opt. aor. (3 л. pl. ἄλφοιν) к ἀλφάνω.