Ἀμπρακιῶτις
From LSJ
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
Spanish (DGE)
v. Ἀμβρακιῶτις.
Russian (Dvoretsky)
Ἀμπρᾰκιῶτις: и Ἀμβρᾰκιῶτις, ιδος ἡ Thuc., Xen. f к Ἀμπρακιώτης.