ἐκπυρώδης

From LSJ

ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source

Spanish (DGE)

-ες
semejante al fuego, ardiente ἡ ψυχὴ ... ἐκπυρωδεστέρα γεναμένη Corp.Herm.Fr.26.14.