ἐξαραίρημαι

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59

Greek Monotonic

ἐξαραίρημαι: Παθ. παρακ. του ἐξαιρέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαραίρημαι: ион. (= ἐξῄρημαι) pf. pass. к ἐξαιρέω.