ἐπιλησμόνη

From LSJ

ἀγὼν πρόφασιν οὐκ ἐπιδέχεται οὐδὲ φιλία → no excuse is allowed by a contest or by a friendship

Source

Russian (Dvoretsky)

ἐπιλησμόνη: ἡ забывчивость: ἐπιλησμόνης γενόμενος NT забывчивый.